συνδιάγωγος

συνδιάγωγος
-ον, Μ [συνδιάγω]
αυτός που περνά την ημέρα του ή τη ζωή του μαζί με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαγωγός — ὁ, ἡ, Μ [συνδιάγω] συνδιάγωγος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”